- ἅγωγ'
- ἔγωγε , ἐγώI at leastmasc/fem nom/voc 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-ιμος — κατάλ. επιθέτων τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. μος που σχηματίστηκε με απόσπαση τού ι , από το α σύνθ. λέξεων (λ. χ. κυδι άνειρα > κύδ ιμος). Στη συνέχεια η κατάλ. επεκτάθηκε αναλογικά και σχημάτισε επίθετα σε ιμος, κατά κανόνα,… … Dictionary of Greek
θαλαμαίος — θαλαμαῑος, αία, ον (Α) ο κλεισμένος στον θάλαμο («θαλαμαία γυνή», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμ ος + κατάλ. αιος (πρβλ. αγωγ αίος, οδ αίος) … Dictionary of Greek
καραγωγέας — και καρραγωγέας, και καρραγωγεύς, ο ο οδηγός κάρου, αμαξιού, αμαξάς, αμαξηλάτης, αραμπατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < κάρο (< αρχ. ελλ. κάρρον < λατ. carrum) + αρχ. ελλ. ἀγωγ εύς (< ἀγωγός). Η λ., στον λόγιο τ. καρραγωγεύς, απαντά από το … Dictionary of Greek
τραγωδεύς — έως, ὁ, Α ο τραγωδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδός + κατάλ. εύς (πρβλ. αγωγ εύς)] … Dictionary of Greek